- ὑπέρφευ
- ὑπέρφευexcessivelyindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπέρφευ — Α επίρρ. υπέρμετρα, καταπληκτικά, πάρα πολύ (α. «φλεόντων δωμάτων ὑπέρφευ», Αισχύλ. β. «τί τὴν τυραννίδα τιμᾷς ὑπέρφευ;», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φεῦ, επιφώνημα πόνου, αγανάκτησης, θαυμασμού] … Dictionary of Greek
τιμώ — (I) έω, Α (δωρ. τ.) βλ. τιμώ. (II) όω, Α τιμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τῖμος*, ποιητ. τ. (πρβλ. ἀτιμῶ, όω)]. τιμῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιμῶ, έω, Α [τιμή] 1. απονέμω τιμή σε κάποιον, εκδηλώνω σεβασμό και εκτίμηση (α. «τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν… … Dictionary of Greek
φλέω — Α 1. είμαι εντελώς γεμάτος («δωμάτων φλεόντων ὑπέρφευ», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «φλεῖ γέμει, εὐκαρπεῖ, πολυκαρπεῖ» β. «φλέοντας... φλυαροῦντας». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλέω (< *φλέFω, πρβλ. πλέω < *πλέFω, ῥέω < *ῥέFω) ανάγεται στην απαθή … Dictionary of Greek